Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Να πάνε όλα καλά

Πριν δυο περίπου εβδομάδες, μια Κυριακή μεσημέρι, ένα ζεστό μεσημέρι που επέβαλε βόλτες στα πάρκα και τις παραλίες, μπήκα απελπισμένη στο εστιατόριο που δουλεύω, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς, την ποδιά μου, όσο κουράγιο βρήκα στην ψυχή μου και ξεκίνησα δουλειά. Στην άκρη του μπαρ, σε μια γωνία, παρατήρησα μια γυναίκα να κάθεται μόνη με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και τη θλίψη να έχει παραμορφώσει το πρόσωπό της. Δίπλα της δυο βαλίτσες κι ένα πανωφόρι δήλωναν ένα οικείο για μένα γεγονός. Ταξίδι ή ξεριζωμός; Ανάγκη ή επιλογή; Με τέτοια θλίψη στο πρόσωπο, σκέφτηκα, σίγουρα όχι ταξίδι αναψυχής. "Δεν είναι καλά" μου είπε κάποιος που με είδε να την κοιτάζω. "Έχει πρόβλημα" συνέχισε δείχνοντας με το δάχτυλο το μυαλό! "Είναι εδώ ώρες και κάθεται. Δεν έχει που να πάει μάλλον" είπε τέλος, κυνικά.
Την κοίταξα στα μάτια και οι ματιές μας συναντήθηκαν. Είδα την λύπη και την απόγνωση στο βλέμμα της και αμέσως κοίταξα αλλού. Λίγο μετά την είδα που σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Μια ψηλή γυναίκα, κοντά στα 60, με λιγοστά ασπρόξανθα μαλλιά που προσπαθούσαν να σχηματίσουν μια καρέ κουπ γύρω από το χλωμό της πρόσωπο, μακρύ αεράτο φόρεμα και ένα τρίποδο μπαστούνι να στηρίζει το αδύναμο πόδι της. Δεν είναι ωραίο συναίσθημα, το ξέρω, αλλά την λυπήθηκα. Θέλησα να πάω να της μιλήσω, να δω αν μπορώ να την βοηθήσω. Η θέση μου όμως, καθώς και οι απαιτητικοί πελάτες δεν μου έδωσαν την ευκαιρία να το κάνω. Μετά από λίγο έφυγε αφήνοντας πίσω τις δυο βαλίτσες και λέγοντας πως θα γυρίσει ξανά. Αργότερα, εμφανίστηκε με μια άλλη γυναίκα, φίλη της και καθίσανε να φάνε. Τις εξυπηρέτησα εγώ και καθώς τους πήγαινα ψωμί, πιάτα και ό,τι άλλο χρειαζόντουσαν προσπαθούσα να κλέψω καμιά κουβέντα από το βαρύ τους διάλογο. Δεν τα κατάφερα. Μόνο το πρόσωπό της έβλεπα που γέμιζε με όλο και περισσότερη πικρία. Το βράδυ έφτανε στο τέλος του κι εγώ είχα ήδη ξεχάσει την ψηλή γυναίκα, που με κόπο κατέβασε τις βαλίτσες τις στα σκαλιά κι έφυγε.
Το πρωί της Δευτέρας που μας πέρασε, είδα την ίδια γυναίκα, με το τρίποδο στήριγμά της, ένα χαρτομάντιλο στο χέρι και δάκρυα στα μάτια να ανεβαίνει ξανά τα σκαλοπάτια του εστιατορίου. Την πλησίασα δειλά και ρώτησα με χαμηλή φωνή... "είστε καλά;". Όχι, μου έγνεψε και κατέβασε το κεφάλι. Εκεί, στα όρθια, ανάμεσα σε δάκρυα, αναφιλητά και πνιγμένους λυγμούς, μου άνοιξε την καρδιά της.
Ένοικος ενός διαμερίσματος του κτιρίου που βρίσκεται πάνω από το μαγαζί, μου εξομολογήθηκε πως μέσα από χαζές και παιδικές πλεκτάνες μια "γειτόνισσα" κατάφερε να την βγάλει από το σπίτι της! Μετά από 40 χρόνια, την αναγκάζουν να αφήσει την άνεση, την σιγουριά και την ασφάλεια του μικρού της διαμερίσματος. Την θέα και την ανοιχτοσιά που βρήκε μέσα στο πνιγμένο από κτίρια Manhattan. Τις συνήθειες και τα μικρά πράγματα που της έδιναν χαρά, όπως η ανατολή του ηλίου που έβλεπε από το μπαλκονάκι του 5ου ορόφου κάθε πρωί. Μετά από 40 χρόνια και λόγω γυναικείων πεισμάτων και μικροπρεπιών, δεν ξέρει που θα μείνει το βράδυ... Δίπλα της ένα σάκος, δυο τρεις χαρτοσακούλες με πράγματα κι ένα καλοκαιρινό καπέλο, τυλιγμένα βιαστικά όλα μαζί, δείχνουν σαν να είναι τα πράγματα ενός 15χρονου που το σκάει από το σπίτι.
"Πέρασα δύσκολα χρόνια. Είχα ένα ατύχημα, είμαι σχεδόν ανάπηρη στο ένα χέρι και πόδι αλλά ποτέ δεν ανησύχησα... είχα πάντα το σπίτι μου, να γυρίσω και να κοιμηθώ με γαλήνη." είπε και η φωνή της που λύγιζε με έκανε να ανατριχιάσω. Τα μάτια μου βούρκωσαν και προσπάθησα να της πω δυο κουβέντες που ίσως θα ήθελα να ακούσω κι εγώ στην θέση της. "Έχω τόσους φίλους, έχω φιλοξενήσει σε αυτό το σπίτι τόσο κόσμο, κι όλοι τώρα στην ανάγκη μου, μου γύρισαν την πλάτη. Κι έρχομαι σε μια πιτσαρία και βρίσκω παρηγοριά και συμπόνια από κάποιον που δεν ξέρω." Το ευχαριστώ της γεμάτο και ειλικρινές. Στα μάτια της είδα μια μικρή ελπίδα και κάτι από χαμόγελο στα χείλη. Την βοήθησα να κατεβάσει τα πράγματα της από τις σκάλες, περίμενα μέχρι να βρει ταξί και της ευχήθηκα καλή τύχη στην καινούρια της αρχή.
Δεν ξέρω ούτε το όνομα αυτής της γυναίκας αλλά δεν έχω σταματήσει να την σκέφτομαι. Εύχομαι να είναι καλά.
Εύχομαι να χαμογελάσει ξανά.

4 σχόλια:

  1. Είσαι γεμάτη συναίσθημα και ανθρωπιά.
    Μήπως στην προηγούμενη ζωή σου ήσουν άγγελος;
    Χαίρομαι που σε μια εποχή που κυρίως βασιλεύει ο ατομικισμός,υπάρχουν άνθρωποι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε ευχαριστώ και πάλι Ειρήνη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μοναδικής ευαισθησίας κείμενο Pure Honesty...Για όλους έχει ο Θεός...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Να ευχαριστούμε τον Θεό κάθε μέρα για όσα κακώς θεωρούμε δεδομένα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή