Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Σήμερα πήγα σε μια κηδεία. Ένας συνάδελφος τράκαρε – ναι, εν ώρα εργασίας – και τελικά εχθές, μετά από 2 εβδομάδες στον σιωπηλό κόσμο του κώματος, αφέθηκε…
Προσωπικά δεν τον ήξερα, ίσως να μην είχε τύχει και να τον δω αυτούς τους 4 μήνες που είμαι σε αυτήν την δουλειά, αλλά θεώρησα πως έπρεπε να πάω.
Δεν έχω να παρατηρήσω πολλά πράγματα για αυτή την μέρα.
Σε ένα τέτοιο χώρο, σε μια τέτοια στιγμή δεν μπορεί παρά να σε κυριεύσει η λύπη. Και όπως κοιτάω γύρω μου, βλέπω ανθρώπους, συναδέλφους να λυγίζουν κι όχι απαραίτητα για το 30χρονο συνάδελφο Ανδρέα. Όμως ο καθένας έχει την δική του θλίψη, τη δική του αγωνία, τον δικό του πόνο που γίνονται ακόμα πιο αβάσταχτα όταν βλέπεις την απαρηγόρητη μάνα να αποχαιρετά τον γιο της, τον ανήμπορο πατέρα να κλαίει με λυγμούς και την σοκαρισμένη αδελφή να τρέμει από τον πόνο. Σε μια τέτοιαν ώρα θυμάσαι την ματαιότητα των πραγμάτων, θυμάσαι την μικρότητά σου.
Μια τέτοιαν ώρα προσεύχεσαι στην σωτηρία της νεαρής ψυχής.
Μια τέτοιαν ώρα σκύβεις το κεφάλι και καταπίνεις και τον δικό σου πόνο...